-
1 νώτα
τα1) спина; хребет;του έστρεψα τα νώτα — а) я повернулся к нему спиной; — б) перен. я показал ему спину;
2) тыл;στα νώτα — в тылу;
κάνω επίθεση από τα νώτα — или επιτίθεμαι ( — или προσβάλλω) εκ των νώτων — нападать, атаковать с тыла, сзади;
-
2 στρέφω
(αόρ. έστρεψα, παθ. αόρ. εστράφην;μετ χ. πρκ. (ε)στραμμένος) 1. μετ. 1) крутить; вертеть, вращать; поворачивать; 2) завинчивать, закручивать; 3) поворачивать, заворачивать, сворачивать (в сторону); 4) поворачивать, оборачивать; обращать;στρέφω τα βλέμματα μου προς κάποιον (κάτι) — обращать взоры на кого-л. (на что-л.);
στρέφω τό πρόσωπο — оборачивать лицо;
στρέφω τα πυρά — направлять огонь;
στρέφω την προσοχή μου σε ( — или προς)... — обращать внимание на...;
στρέφω τα νώτα σε κάποιον — повернуться спиной к кому-л.;
2. αμετ.1) крутиться; вертеться, вращаться; 2) поворачивать (куда-л.);στρέφ προς τα δεξιά (τα αριστερά) — поворачивать направо (налево);
1) — крутиться, вертеться, вращаться;στρέφομαι
στρέφομαι περί τον άξονα μου — вращаться вокруг своей оси;
2) поворачиваться, оборачиваться (тж. перен); быть обращённым, направленным;εστράφη προς το μέρος μας он повернулся к нам;στρέφομαι κατά τού νόμου — быть направленным против закона;
στρέφομαι εναντίον κάποιου — выступать против кого-л., относиться недоброжелательно к кому-л.;
§ ο λόγος εστράφη περί... речь зашла о...
См. также в других словарях:
στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… … Dictionary of Greek
στρεψόδικης — ο, Ν ο στρεψόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. έστρεψα τού στρέφω + δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυ ρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
στρέψιμο — το / στρέψιμον, ΝΜ νεοελλ. (ιδιωμ.) (σχετικά με πράγματα και ιδίως χρήματα) επιστροφή, απόδοση μσν. (για πρόσ.) επάνοδος, γυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
στρεψοδικοπανουργία — και στρεφοδικοπανουργία, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) στρεψοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἔστρεψα τού στρέφω + δίκη + πανουργία] … Dictionary of Greek
στρεψοδικώ — στρεψοδικῶ, έω, ΝΑ χρησιμοποιώ στρεψοδικίες νεοελλ. διαστρέφω την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + δικῶ (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικώ] … Dictionary of Greek
στρεψόδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που συστηματικά χρησιμοποιεί στρεψοδικίες 2. (γενικά) αυτός που σκόπιμα διαστρέφει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. έστρεψα τού στρέφω + δικός (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
γνέφω — και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω) κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ νεύω ή, κατ άλλους … Dictionary of Greek